Ο υποσαχάριος μετανάστης εξαιτίας του εργαστηριακού γιατρού που εφημέρευε στο αιματολογικό τμήμα , δεν υπεβλήθη στην επώδυνη οσφυονωτιαία παρακέντηση που του ετοίμαζαν οι νευρολόγοι. Περιπατητικός και σε καλή γενική κατάσταση , μα με έναν ανεξήγητο πυρετό και με μια αναίτια κεφαλαλγία , δέχτηκε τη διάγνωση της ελονοσίας σαν το πιο φυσικό πράγμα που θα μπορούσε να του είχε συμβεί. Άλλωστε στη χώρα του το νόσημα αυτό ήταν μια καθημερινότητα.
Τα ξημερώματα της γενικής εφημερίας οι παθολόγοι των επειγόντων είχαν ετοιμάσει την εισαγωγή του με έναρξη ανθελονοσιακής φαρμακευτικής αγωγής. Ο ασθενής όμως δεν βρίσκονταν εκεί. Εξήλθε λάθρα. Σαν από άμυνα πείτε το , ή σαν από μια έμφυτη τάση φυγής. Κατηφόρισε την οδό Σκουφά με κατεύθυνση το Κέντρο της Αθήνας. Τον παρατήρησαν μόνο κάτι ευυπόληπτες γιαγιάδες του Κολωνακίου που μόλις είχαν βγάλει τα σκυλάκια να πάρουν τον πρωινό τους αέρα. Βέβαιες πως η αγάπη για τα έμβια όντα αυτού του κόσμου περισσεύει. Βέβαιες επίσης για την ταυτότητα άλλα και τη ράτσα του φύλακα-σκύλου που αντιστοιχούσε στην καθεμιά από αυτές.
Η συνάντηση του εργαστηριακού γιατρού , που διέγνωσε την ελονοσία , με τον υποσαχάριο μετανάστη έγινε μια ακόμη φορά. Το όνομά του όμως ήταν διαφορετικό . Διαφορετική και η πάθησή του . Διαφορετική και η καταγωγή του. Το κοινό όμως που ένωνε το γιατρό με το μετανάστη ήταν ένας ιδιότυπος δεσμός αίματος.
Ο δεσμός που ενώνει όλους τους Αδέσποτους. Όλων των χωρών.