Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 27 Μαϊος 2020 09:16

Να ‘σαι καλά θειά Βασίλω (του Βασίλη Σπ. Ευαγγέλου)

Γράφει ο Βασίλης Σπ. Ευαγγέλου

Βγαίνοντας από την Πρέβεζα, μετά τον φόρο έως το νεκροταφείο, στην δεξιά μεριά του δρόμου είναι έξι μικρά κάθετα δρομάκια. Ούτε στην Πρέβεζα μέσα, ούτε και έξω. Μια μεσοβέζικη κατάσταση. Σε αυτά τα δρομάκια λοιπόν ελάχιστες οικογένειες δεν ήταν Συρρακιώτικες. Στο δικό μας το στενό ήταν όλες Συρρακιώτικες. Σπίτια χαμηλά, μονοκατοικίες με τους κήπους, τις πορτοκαλιές και τις μικρές αυλές. Αυλές! Εκεί μέσα μεγαλώσαμε. Ούτε στη δική μας, ούτε στων αλλνών τις αυλές. Όλη η γειτονιά ήταν μια αυλή για μας και μια κουζίνα. Όταν πεινάγαμε όπου θέλαμε μπαίναμε και παίρναμε ψωμί.

Μικρά παιδιά (εκεί γύρω στο 70), θυμάμαι τη μάνα και τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς, τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά απογεύματα (εκεί προς το γιόμα )να μαζεύονται και να λένε τα δικά τους. Παλιές εικόνες. Καθισμένες σε χαμηλά ξύλινα χειροποίητα από σανίδες σκαμνάκια. Όλες ένα ντύσιμο. Όλες ένα πράμα στον ίσκιο τους.

Σιγά σιγά περνάνε τα χρόνια. Μεγαλώνουμε, φεύγουμε φοιτητές, γυρνάμε πίσω για δουλειές, παντρειές παιδιά και ότι άλλο προέκυψε.. Αλλαγές στην γειτονιά, (μιας και μπήκαμε στο σχέδιο πόλης), αλλαγές και στη ζωή μας. Μεγαλώσαμε. Φεύγει η μάνα μου το ’93, μετά από λίγο η θεία μου η Αλεξάνδρα, πάει έσπασε ο δεσμός με την γειτονιά με τις θείτσες μας και τον κόσμο τους. Τις βλέπω μεγαλωμένες πια, όταν βγαίνουν για ψώνια. Τα λίγα που θέλουν ως βλάχες λιτοδίαιτες. Τις έχω όλες στο νου μου. Κλειστές και μόνιμα στα σκούρα χρώματα. Όχι μαύρα, σκούρα και κάτι ζακέτες πάντα κουμπωμένες μέχρι απάνω. Άλλοτε τις βλέπω από κοντά και χαιρετιόμαστε με αγκαλιές και φιλιά, άλλοτε από μακριά και τις χαζεύω. Πως να σας πω ότι σας αγαπάω, ότι σας κουβαλώ μες στην καρδιά μου και ότι είμαι ακόμα ένα παιδί μέσα από εσάς; Είμαστε και λίγο σκληροί οι Βλάχοι στα συναισθήματα. Πόσο μάλλον στην εξωτερίκευσή τους. Κακώς βέβαια, αλλά θέλω να πιστεύω ότι με καταλαβαίνουν και με νοιώθουν.

Μέρες του κορωνοϊού λοιπόν και στην γειτονιά κλεισμένοι εκ των πραγμάτων. Όλοι μέσα. Λίγοι κυκλοφορούν, λίγοι φέρουν γύρα. Μα να που εκεί στο μανάβικο βλέπω την θειά Βασίλω με μια ρόμπα. Από αυτές που φοράνε οι γυναίκες στο σπίτι όταν δεν έχουν δουλειές. Φόραγε μια ρόμπα χρωματιστή. Όχι τίποτα περίεργο. Ούτε κάτι φανταζί. Ένα μπλέ βαθύ, αλλά φωτεινό. Ένα μπλε του ουρανού. Και μέσα σε όλη αυτήν τη στενάχωρη κατάσταση χαμογέλασα από μέσα μου, και σαν από το πουθενά παλιό φως πλημμύρισε την ψυχή μου. Σαν που κατάλαβα ότι αυτές οι γυναίκες, μέσα στα σκούρα χρώματα τους, εξακολουθούν να κουβαλούνε τη χαρά, το χαμόγελο και την ζέστη μιας παλιάς γειτονιάς και μιας παλιάς αγκαλιάς. Να ‘σαι καλά θειά Βασίλω. Σ’ ευχαριστώ και σ' αγαπώ.