Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2013 19:22

Η δημοσιογραφία (μας) δεν έχει αυτονόητους συμμάχους (Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου)

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό UNFOLLOW

Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου

 

Γνωρίζουμε ότι τα θέματα που αποκαλύπτει το περιοδικό UNFOLLOW, αλλά πλέον και η ιστοσελίδα του, ενοχλούσαν και ενοχλούν. Συνήθως τους κυβερνώντες και τους έχοντες εξουσία ή κάτι να κρύψουν. Πληροφορούμαστε, όμως, ότι η αρθρογραφία μας έχει αρχίσει να ενοχλεί πλέον και εκείνους που βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Χαιρόμαστε.

 

Αν καταφέραμε να καλύψουμε ένα κενό ενημέρωσης κάνοντας απλώς τη δουλειά μας, σε μια χώρα όπου τα περισσότερα ΜΜΕ δεν γνωρίζουν τι είναι ρεπορτάζ ούτε έχουν στο θεματολόγιό τους τις παραλείψεις και τις παρανομίες των κυβερνώντων, η κριτική μας στάση απέναντι σε όποιο φαινόμενο θεωρούμε νοσηρό –είτε αυτό αφορά την κυβέρνηση είτε την αντιπολίτευση– αποτελεί την απόδειξη ότι η δημοσιογραφία που ασκούμε μάς υπαγορεύεται μόνο από τη συνείδησή μας. Πιο σωστά: τη συνείδησή μας και τα στοιχεία των ρεπορτάζ μας. Μπορεί να μας κοιτάτε λοξά, να μη μας γουστάρετε, να μας περιμένετε στη γωνία για να κάνετε πικρόχολα σχόλια, όμως δεν θα μας «συλλάβετε» ποτέ να αποσιωπούμε ή να ωραιοποιούμε θέματα, επειδή αφορούν την Αριστερά ή το ονομαζόμενο μπλοκ των «αντιμνημονιακών δυνάμεων».

Ασφαλώς και το πραγματικό θέμα στην υπόθεση Τσουκαλά δεν ήταν η αμοιβή του από μια ιδιωτική τράπεζα, αλλά η συνδικαλιστική του πορεία. Ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να έχει «σηκώσει» το θέμα της σχέσης του Νότη Μηταράκη με την εταιρία Fidelity, καθώς η αποκάλυψη του UNFOLLOW εγείρει ζητήματα ηθικής τάξης και η υπόθεση αναδύει οσμή σκανδάλου. Ας επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα, δεν πειράζει…

Θα προτιμούμε πάντα το «βασιλικόν, καλώς ποιούντα κακώς ακούειν» («είναι μεγαλειώδες να σε κατηγορούν ενώ κάνεις το σωστό») που εκστόμισε ο κυνικός Αντισθένης, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Πλάτωνας μιλούσε άσχημα για τον ίδιο, από το εκκλησιαστικό «μη κρίνετε ίνα μην κριθήτε». Κρίνουμε και (θέλουμε να) κρινόμαστε. Μόνο που η κριτική που εμείς ασκούμε δεν προέρχεται απλώς από την προσωπική μας άποψη. Εδράζεται στα ίδια τα στοιχεία που παρουσιάζονται στα ρεπορτάζ μας.

Καταλαβαίνουμε γιατί αυτό μπορεί κάποιους να τους δυσκολεύει. Στη χώρα όπου η δημοσιογραφία ασκείται από ΜΜΕ των οποίων οι εκδότες είναι παράλληλα και εθνικοί εργολάβοι, τα πράγματα λειτουργούν ακριβώς όπως τα περιέγραψε, με ειλικρινή κυνισμό, ο Σταύρος Ψυχάρης: «Δεν υπάρχουν εφημερίδες που να εκδίδονται για να εκφράζουν απόψεις διαφορετικές από εκείνες του ιδιοκτήτη τους ή να υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα» (Το Βήμα της Κυριακής, 8/1/2012). Το αναγνωστικό κοινό εκπαιδεύτηκε να αναγνωρίζει ως «έγκυρες» εφημερίδες που –αποδεδειγμένα– εξυπηρετούν τα αφεντικά ή τους συνεταίρους των εκδοτών τους. Είναι λοιπόν αναμενόμενο να ενοχλεί η κριτική όταν δεν είναι μονοσήμαντη, όταν δεν στρέφεται αποκλειστικά προς μία κατεύθυνση. Η στάση μας ξενίζει όσους νομίζουν ότι, αν τοποθετούμαστε στην ίδια πλευρά σε ένα ζήτημα (π.χ. τη στάση μας απέναντι στην ασκούμενη μνημονιακή πολιτική), αυτό σημαίνει ότι τίθενται αυτομάτως εκτός της κριτικής μας.

Έχουμε πολλές φορές εξηγήσει ότι μείζων στόχος της δημοσιογραφικής έρευνας και κριτικής είναι και πρέπει να είναι η εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι προφανώς το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών μας θα αφιερώνεται στις πράξεις της κυβέρνησης και όσων συνδέονται με αυτήν και όχι στην αντιπολίτευση. Το γεγονός αυτό όμως δεν συνεπάγεται κατά κανέναν τρόπο ότι η αντιπολίτευση βρίσκεται στο απυρόβλητο. Θα επαναλάβουμε, για όποιον μπορεί να το δεχθεί, αυτό που γράψαμε στην πρώτη σελίδα του 1ου τεύχους του UNFOLLOW, δύο χρόνια πριν: «Στο UNFOLLOW καταγράφουμε ό,τι κρίνουμε πως χρειάζεται να καταγραφεί, αποκαλύπτουμε ό,τι χρειάζεται να αποκαλυφθεί, αναλύουμε ό,τι χρειάζεται να αναλυθεί, και δεν ταυτιζόμαστε εκ προοιμίου με καμία παράταξη, με καμία οπτική και καμία θέση. Σύμμαχός μας είναι η αλήθεια και όποιος συντάσσεται μαζί της. Το ότι ασκούμε κριτική σε ένα φαινόμενο ή σε μία κίνηση δεν μας τοποθετεί αυτομάτως στο πλευρό των όποιων αντιπάλων τους. Δεν αποδεχόμαστε ότι έχουμε ούτε «φυσικούς», ούτε αυτονόητους συμμάχους».

Η Αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει ποιον κόσμο θέλει να ανατρέψει και ποιον κόσμο θέλει να φέρει στη θέση του. Θέλει να φέρει μια πραγματική ανατροπή –όχι αυτήν του Πρετεντέρη–, ή απλώς να αλλάξει αυτό το σύστημα με ένα άλλο, το οποίο θα δημιουργήσει τους δικούς του Ψυχάρηδες; Θέλει να εγκαταστήσει πραγματική δημοκρατία στη χώρα ή θέλει μια ιδιότυπη αριστοκρατία, στην οποία απλώς θα κυβερνά μια άλλη κάστα (αριστερών, αυτή τη φορά), ενώ τα δικά τους παιδιά θα κατέχουν θέσεις-κλειδιά στα ΜΜΕ για να στηρίξουν αυτούς που κυβερνούν; Θέλει ανεξάρτητη δημοσιογραφία που να ασκεί κριτική σε όλα τα κακώς κείμενα, ανεξαρτήτως παράταξης, ή θέλει εφημερίδες και έντυπα που να εξυπηρετούν τους σκοπούς της; Θέλει να γίνεται καλύτερη μέσα από την κριτική ή θέλει να μην υπάρχει κριτική;

Ας πάρει τον χρόνο της και ας αποφασίσει. Ούτως ή άλλως η δική μας δημοσιογραφική θέση είναι αδιαπραγμάτευτη.

 

 

Σχετικά Άρθρα